- ανάβλυση
- jaillissement
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ανάβλυση — η (Α ἀνάβλυσις) [ἀναβλύζω] (για υγρά) αναπήδηση, εξακόντιση, ανάβρυση … Dictionary of Greek
ἀναβλύσῃ — ἀναβλύσηι , ἀνάβλυσις gushing up fem dat sg (epic) ἀναβλύζω spout up aor subj mid 2nd sg ἀναβλύζω spout up aor subj act 3rd sg ἀναβλύζω spout up fut ind mid 2nd sg ἀναβλύζω spout up aor subj mid 2nd sg ἀναβλύζω spout up aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βρύση — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 64 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεταξάδων. Έως το 1954 ονομαζόταν Μικρή Τράβα. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 350 κάτ.) στην … Dictionary of Greek
ανάβλυσμα — το [αναβλύζω] ανάβλυση, ανάβρα … Dictionary of Greek
ανάβρα — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 1.169 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ταμασίου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 583 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγιάς … Dictionary of Greek
ανάβρυση — η η ανάβλυση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβρύζω] … Dictionary of Greek
ανάβρυσμα — το [αναβρύζω] η ανάβλυση* … Dictionary of Greek
ανάδοση — η (Α ἀνάδοσις) (για φυτά) ανάπτυξη, αύξηση, βλάστηση νεοελλ. 1. υγρασία που αναδίδεται από τη γη, ικμάδα 2. πρωινή δροσιά αρχ. 1. (για φωτιά, άνεμο, νερό κ.ά.) ξέσπασμα, έκρηξη, ανάβλυση, ξεπήδημα 2. εκπνοή 3. (για τροφή) κατανομή, αφομοίωση 4.… … Dictionary of Greek
αναβλύζω — (Α ἀναβλύζω) (για υγρά) αναπηδώ ορμητικά, ξεπετάγομαι, ξεχύνομαι αρχ. εκτοξεύω, εξακοντίζω υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνὰ * + βλύζω. ΠΑΡ. ανάβλυση ( ις) νεοελλ. ανάβλυσμα] … Dictionary of Greek
αναβρυτικός — ή, ό [αναβρυτός] αυτός που προέρχεται από ανάβλυση, ο πηγαίος … Dictionary of Greek
αναπήδημα — το (Μ ἀναπήδημα) ξεπήδημα, ανάβλυση νεοελλ. 1. το εκ νέου πήδημα 2. πήδημα, άλμα προς τα επάνω (για άσκηση η από έκπληξη, τρόμο κ.λπ.), ανατίναγμα, ανασκίρτηση … Dictionary of Greek